τροφόν

τροφόν
τροφός
feeder
masc/fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τροφός — η / τροφός, ὁ και ἡ, ΝΜΑ, και τροφόν, τὸ, Α (κυρίως το θηλ.) αυτή που έχει αναλάβει τον θηλασμό ξένου βρέφους, παραμάννα αρχ. 1. (κυρίως το θηλ. και σπαν. το αρσ.) αυτός που τρέφει, που ανατρέφει κάποιον 2. (στους Αττικούς συγγραφείς) η μητέρα 3 …   Dictionary of Greek

  • Рождество Пресвятой Богородицы — Статья о церковном праздновании. О народной обрядности см. статью Осенины Рождество Пресвятой Богородицы …   Википедия

  • BACCHUS — I. BACCHUS Iovis ex Semele filius. Orpheus in Hymnis. Κιςςοκόμην Διόνυσον ἐρίβρομον ἄρχομ᾿ ἀείδειν. Ζηνὸς καὶ Σεμέλης ἐρικυδέος ἀγλαὸνυἷον. Idem aliô Hymnô Iovis et proserpinae filium putavit. Ε῎υβουλ᾿ ἐυπολύβουλε Διὸς καὶ Περσεφονείας. Hunc Deum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PHILUMENE — pro Aristide moritur. Narrat enim hic, qui Hadriani Imperatoris fere aequalis fuit, in Sacrarum quinta, se, cum periculose agrotaret, oraculô monitum, Ὅτι ἡ Φιλουμένη ψυχὴν ἀντὶ ψυχῆς καὶ σῶμα ἀντὶ σώματος ἀντέδωκε τὰ ἀυτῆς ἀντὶ τῶ ἐμῶν,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ουθατόεις — οὐθατόεις, εσσα, εν (Α) 1. ουθάτιος* 2. μτφ. γόνιμος, παραγωγικός, καρποφόρος («χθόνα πάντων τροφὸν οὐθατόεσσαν», Ορφ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖθαρ, ατος «μαστός» + κατάλ. όεις*] …   Dictionary of Greek

  • ψυχότροφον — τὸ, Α το φυτό κέστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψῦχος + τροφον (< τρέφω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”